Αγαπητοί αναγνώστες της «Ζωής στην Ύδρα», στα πλαίσια της ενότητας «Διάλογοι» που ξεκινά σε αυτό το blog, έχω την ιδιαίτερη χαρά να φέρω κοντά σας την κουβέντα που είχα με τον κ. Θεμιστοκλή Ραφαλιά. Ο κ. Θέμης Ραφαλιάς είναι βέρος Υδραίος. Πρόσφατα, εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «Δοκός (Αρχαία Απεροπία) Άλλοτε και Τώρα». Στο βιβλίο του αυτό μας γυρίζει αρκετά χρόνια πίσω και ζούμε μαζί του στιγμές από τις διακοπές και τη ζωή του στο νησάκι του Δοκού. Αυτό που είναι όμως ιδιαίτερα ενδιαφέρον, είναι ότι ο αγαπητός κ. Ραφαλιάς με γλαφυρό τρόπο, μας μυεί παραθέτοντας μικρά καθημερινά πλάνα, ιστορίες και ανέκδοτα, στην ζωή μιας κοινωνίας των αρχών του προηγούμενου αιώνα, με την απλότητα, τις ιδιαιτερότητες, τις δυσκολίες αλλά και την ομορφιά της. Μια κοινωνία ίσως πολύ πιο αγνή από τη δική μας, τη σημερινή.
Ο κ. Θεμιστοκλής με υποδέχθηκε στο σπίτι του στην Ύδρα με υπέροχο ζεστό καφέ, ένα κρύο απόγευμα στις αρχές του Μάρτη. Μιλήσαμε για πολλά, για το βιβλίο, για το χθές, αλλά και το σήμερα.
Τα καλοκαίρια, μαζί με τα αδέλφια και τον πατέρα μου, πηγαίναμε πάντα στον Δοκό για να παραθερίσουμε. Σήμερα το νησάκι απέχει μόνο 15 λεπτά. Τότε θέλαμε 1-1:30 ώρα για να πάμε, και ακόμα παλαιότερα με τα πανιά 3-4 ώρες (διότι τότε έπαιζε μεγάλο ρόλο ο αέρας, αν ήταν πρίμος γρηγορότερα, ενώ αν ήταν ανάπλωρος ήταν πολύ ώρα).
Ήταν αγαπημένος τόπος ο Δοκός;
Πολύ αγαπημένος τόπος! Ζούσαν 81 κάτοικοι, οι οποίοι ήσαν πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους. Είχαν μια υπέροχη αλληλεγγύη. Και θα σας πω και κάτι ακόμα κ. Γιώργο. Είχαν σπάσει τον κανόνα «κακό χωριό τα λίγα σπίτια». Ήταν καλό χωριό τα λίγα σπίτια. Η ομόνοια και η αγάπη τους, ήταν κάτι το εκπληκτικό. Και στέλνω και ένα μήνυμα: Πρέπει όλοι να είμαστε αγαπημένοι στην Ύδρα. Να μη υπάρχουν διχόνοιες. Να υπάρχει αγάπη για να πάει μπροστά το νησί μας. Όπως πήγαν εκείνοι. Με τα λίγα κολυβογράμματά τους. Ήταν θεοσεβούμενοι. Το πόσο δε εχαίροντο όταν πήγαιναν οι μοναχοί απ’ την ιστορική Μονή του Πρ. Ηλιού για να μαζέψουν τον ελαιόκαρπο...! Διότι τότε μεταλαβαίνανε. Πηαγαίνανε στις Λειτουργίες, Χριστούγεννα, τα Θεοφάνεια, του Αϊ Βασιλειού, το Πάσχα. Έβλεπες λοιπόν κι έλαμπαν τα πρόσωπά τους από χαρά, διότι υπήρχαν οι μοναχοί οι οποίοι τους συμπαραστέκοντο. Σκεφτείτε δε το εξής: Όταν τελείωνε το μάζεμα του ελαιοκάρπου από τούς μοναχούς, εκείνοι δεν φεύγανε να πάνε πίσω στη Μονή του Πρ. Ηλιού, κάθονταν και βοηθούσαν τους Δοκαΐτες, μέχρις ότου τελειώσει η συγκομιδή. Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους αφιλοκερδώς. Τους μιλούσαν, τους συμβούλευαν. Έδιναν μεγάλη πνευματική υποστήριξη. Ο δε ηγούμενος, ο μακαριστός Ιερόθεος Πραματάρης, ένας άνθρωπος γλυκομίλητος, τους έλεγε: ό,τι θέλετε να με ρωτάτε! Τους εξομολογούσε... κι όλα αυτά 75 χρόνια πίσω...
Μας μιλάτε για ένα δεσμό, μια συμπαράσταση από την εκκλησία στον λαό.
Υπήρχε μεγάλη βοήθεια πού; -αγαπητέ μου κ. Γιώργο- Σε μια αγροτο-οικογένεια. Αγροτόσπιτα ήτανε. Αγροτο-οικογένειες. Αλλά ήσαν άνθρωποι του Θεού. Όπως άλλωστε, ήσαν άνθρωποι του Θεού και οι μοναχοί. Διότι, παρατηρούσες, επήγαιναν το πρωΐ στο μεσονυκτικό, στον όρθρο, στη Λειτουργία. Μετά ανασκουμπωνόντουσαν, έβαζαν το ράσο μέσα από το ζωστήρα τους, ανέβαιναν στις σκάλες και άρχιζαν το μάζεμα του ελαιοκάρπου. Το μεσημεριανό τους τί ήτανε; Ένα κολατσιό κάτω από τα ελαιόδεντρα. Τα δε ελαιόδεντρα στο Δοκό είναι μέσα στα βράχια. Είναι δύσκολο το μάζεμα του ελαιοκάρπου, διότι η περιοχή είναι πολύ δύσβατος. Αφού λοιπόν έπαιρναν το κολατσιό τους, συνεχίζανε το μάζεμα. Κατεβάζανε δε στο ελαιοτριβείο μας τα τσουβάλια με τις ελιές, στους ώμους τους, διότι ήταν δύσκολη η ανεύρεση ζώων. Υποζύγια υπήρχαν, αλλά ήταν λιγοστά και τα χρησιμοποιούσαν εκ περιτροπής όλοι. Αφού άφηναν τα ελαιόδεντρα δεν καθόντουσαν, αλλά επήγαιναν εις τον Αϊ Γιώργη να κάνουν τον εσπερινό. Τελειώνοντας κι από αυτό πηγαίναν στο κονάκι τους. Θα τρώγανε το βραδινό τους και θα πηγαίνανε στο εκκλησάκι να κάνουν το απόδειπνο. Και απείχε περί το τέταρτο και επάνω το κονάκι τους από το εκκλησάκι αυτό. Ο ύπνος τους ήταν 4-4,5 ώρες το πολύ, για να αρχίσουν πάλι την επόμενη μέρα. Μόνο τις Κυριακές και τις αργίες των αγίων πήγαιναν για ψάρεμα. Αυτή ήταν, ας πούμε, η μόνη ξεκούρασή τους. Επειδή δεν είχαν πλεούμενο, τους έδιναν μια βαρκούλα οι Δοκαΐτες. Κι ό,τι πιάνανε (και πιάνανε πολύ πλούσιο ψάρεμα) τα μοιράζανε στον κόσμο, κρατώντας για τους ίδιους μόνο το απαραίτητο. Μετά δε επέστρεφαν πάλι στον ελαιόκαρπο.
Υπήρχε λοιπόν μια πάρα πολύ στενή επαφή του κόσμου με το μοναστήρι. Διότι ας μην ξεχνάμε, ότι τα μοναστήρια προσέφεραν πολλά στον ελληνισμό. Δεν πρέπει να τα ξεχνάμε αυτά. Μην κοιτάμε σήμερα που πάμε όλα να τα ισοπεδώσουμε. Αυτά που ακούμε σήμερα είναι λυπηρά πράγματα. διότι δυστυχώς έχουμε βάλει στο «Μαυσωλείο της Λησμονιάς» τη προσφορά της Εκκλησίας. Πόσα πρόσφερε η εκκλησία μας στους εθνικοαπελευθερωτικούς μας αγώνες... Αλλά, επαναλαμβάνω, τα έχουμε απεμπολήσει και τα έχουμε τοποθετήσει στο «Μαυσωλείο της Λησμοσύνης».
Κύριε Θεμιστοκλή, θα ήθελα να μας περιγράψετε λίγο τα παλιά χρόνια, τη ζωή στο Δοκό και κυρίως στην Ύδρα.
Η ζωή στην Ύδρα ήταν ως εξής: Μέχρι το 1950 που ήκμαζε η σπογγαλιεία το νησί έσφυζε από ζωή, είχε μεγάλη κίνηση. Σκεφτείτε ότι είχαμε 8 φούρνους –σήμερα υπάρχουν 2-, είχαμε 9 κουρεία –σήμερα δεν υπάρχει κουρείο ανδρών-. Αν σας πω δε για τις μπακαλοταβέρνες, άνω των 18. Ρίχτε μια ματιά σήμερα για να δείτε τις διαφορές. Όταν πια εξέλιπε η σπογγαλιεία το 1950, το τονίζω, άρχισε ο τουρισμός. Ο τουρισμός απ’ τη μια πλευρά έκανε κάποιο καλό. Απ’ την άλλη όμως δεν έκανε καλό. Άρχισε η αλλοίωσις των ηθών, των εθίμων, των παραδόσεων σιγά –σιγά. Πληροφορήθηκα προσφάτως ότι στο εφετεινό καρναβάλι έφεραν χορεύτριες ημίγυμνες βραζιλιάνες, γυμνές(;) δεν ξέρω-γω, που χορεύανε πάνω σε μια εξέδρα. Ε, αυτά όλα δεν ταιριάζουν στο χρώμα της Ύδρας. Η Ύδρα έχει δει άλλες δόξες, έχει μια σοβαρότητα. Ούτε και στα χωριά δεν θα γίνονται αυτά, όχι σε μια Ύδρα!
Όπως σας έλεγα λοιπόν, ο κόσμος έφυγε, άλλαξαν οι δουλειές, πουληθήκαν σπίτια, φύγανε κι άρχισε η εγκατάλειψη. Ρίχτε μια ματιά τι γίνεται τον χειμώνα.
Πράγματι, τον χειμώνα η Ύδρα πλέον ερημώνει.
Ακούστε κάτι χαρακτηριστικό: Πριν του πολέμου του ’40, την Ύδρα εξυπηρετούσαν τα εξής σκάφη: το Υδράκι, η Ιωάννα, το Μοσχάνθη, η Φτερωτή, το Μάνα, το Γόησσα. Το ένα έφευγε το πρωΐ στις 8 και το άλλο έφευγε στις 2. Το ένα γύριζε το απόγευμα για να φύγει πάλι την επομένη το πρωΐ καί ούτω καθ’ εξής. Σήμερα, τώρα αυτή τη στιγμή που μιλάμε, η Ύδρα 30 φορές έχει μείνει χωρίς πλοίο. Ποιά; η Ύδρα! Που πρόσφερε στον αγώνα του ’21. Γιατί είναι ιστορικώς αποδεδειγμένο, ότι εάν η Ύδρα δεν έδινε εις την επανάστασιν, η επανάστασις θα ήτανε καταδικασμένη. Και δε προσέφερε μόνο υλικά αγαθά, αλλά και ανθρώπινες ζωές. Κουντουριωταίοι, οι Τομπάζηδες, οι Σαχτούρηδες, οι Σαχίνιδες, οι Ραφαλιάδες. Εγώ είμαι απόγονος του Δημήτρη του Ραφαλιά που γεννήθηκε το 1785 και πέθανε το 1830 σε ηλικία 45 ετών. Είναι ο γενάρχης της οικογενείας μας. Αυτός ήθελε να είναι μπουρλοτιέρης και τον έβαλαν κυβερνήτη στη μοίρα του αντιναυάρχου Σαχτούρη. Ελάμβανε ενεργό μέρος σε πολλές ναυμαχίες και πολλές εκστρατείες. Είχε και διακρίσεις. Γι’αυτά έχουν γραφτεί βιβλία του Σαχίνη και του Κρεμασιώτη.
Κατάγεστε από ηρωϊκή οικογένεια.
Δεν πρέπει να αυτο- επαινούμαστε και να αυτο- προβαλλόμαστε. Πρέπει να είμεθα ταπεινοί. Διότι η «ταπεινοφροσύνη η γεμάτη αγάπη, είναι φοβερή δύναμη, δυνατότερη από κάθε άλλη» ο Ντοστογιέφσκι στους "Αδελφούς Καραμαζόφ".
Θα ήθελα να μου πείτε εαν βλέπετε κάποια αλλαγή σε σχέση με το παρελθόν και στη κοινωνική ζωή του νησιού.
Πράγματι και στη κοινωνική ζωή οι διαφορές είναι μεγάλες. Άλλες οι τότε εποχές, άλλες οι σημερινές. Υπάρχει μια διαφορά ειδοποιός.
Με μια κουβέντα, υπάρχει συρρίκνωσις του Υδραϊκού στοιχείου. Οι Υδραίοι σήμερα στο νησί είμαστε ελάχιστοι. Ενώ τα παλαιότερα χρόνια, όλοι οι κάτοικοι ήταν γηγενείς Υδραίοι. Αυτή είναι η πρώτιστη διαφορά μας. Σκεφτείτε μια κοινωνία η οποία δεν αποτελείται πλέον στη πλειοψηφία της από γηγενείς Υδραίους.
Ο αντίλογος ίσως εδώ, είναι ότι σήμερα υπάρχουν πολλοί «φιλυδραίοι».
Μα, οι φιλυδραίοι υπήρχαν και τότε. Και πάντοτε. Δυστυχώς, το υδραϊκό στοιχείο μειώθηκε, διότι οι Υδραίοι έχουν φύγει. Δεν υπάρχουν εργασίες για τους νέους, και δεν υπάρχει δυστυχώς και προοπτική.
Η νεολαία μας είναι πάρα πολύ καλά παιδιά, εξαιρετικά παιδιά! Είναι το μέλλον, κι εμείς πρέπει να δώσουμε τη σκυτάλη στους νέους. Όμως πώς θα ζήσουνε; Πού θα δουλέψουνε; Πώς θα δουλέψουνε; Ποιές είναι οι προοπτικές; Η Ύδρα δεν ζεί μόνον με τους 4-5 μήνες του τουρισμού. Οι άλλοι μήνες;
Υπάρχει λοιπόν, φτώχεια στην Ύδρα;
Θα έλεγα ότι δεν υπάρχει τόσο πολύ φτώχεια. Ένα μέρος του λαού πένεται. Δεν το δείχνει όμως, γιατί είναι υπερήφανος λαός. Αλλά αν λάβουμε υπ’ όψη ότι τόσα λεφτά ξοδεύονται σε χορεύτριες βραζιλιάνες, τότε καταλαβαίνουμε ότι δεν προσφέρουμε τίποτα σήμερα στην Ύδρα. Τα χρήματα αυτά θα μπορούσαν να δοθούν ως βοήθεια σε αυτές τις οικογένειες.
Εδώ θα προσθέσω και κάτι διότι πρέπει να είμαι αντικειμενικός. Έχω πληροφορηθεί ότι η τοπική εκκλησία, πολύ βοηθάει, χωρίς να φαίνεται (να μην γνωρίζει η δεξιά τί ποιεί η αριστερά). Και ευτυχώς υπάρχει και το νοσοκομείο της Ύδρας, το οποίο είναι μεγάλη υπόθεσις για εμάς τους Υδραίους. Για σκεφτείτε χωρίς καράβι 30 φορές εφέτος... Αν συμβεί κάτι πού θα πηγαίναμε; Ενώ το Νοσοκομείο είναι μια άγκυρα ασφαλείας. Γνωρίζετε βέβαια ότι δωρητής είναι ο υδραίος εφοπλιστής Αθανάσιος Κουλούρας και η γυναίκα του η Βέρα η Κουλούρα. Ο δε μακαριστός Μητροπολίτης Ιερόθεος, εφρόντισε να γίνει γρηγορότερα όσο μπορούσε το νοσοκομείο. Παρίστατο πρωΐ μεσημέρι, βράδυ, να τρέχει στα Υπουργεία, να τρέχει παντού. Προσέφερε πάρα πολλά είναι γεγονός αυτό αναμφισβήτητο. Το οίκημα ήτανε της Ζωής και του Ιωάννου Καλαφάτη, του επιλεγομένου "Τζουμπέ". Η Ζωή, το αφήκε αυτό για μητροπολιτικό μέγαρο, αλλά ο μακαριστός Ιερόθεος, προς τιμήν του, επροτίμησε να στεγαστεί η μητροπολιτική οικεία πιό ψηλά, ώστε το Νοσοκομείο να μην βρίσκεται σε περιοχή με πολλά σκαλοπάτια. Είπα μητροπολιτική οικεία, διότι δεν είναι κανένα μέγαρο, είναι ένας ταπεινός οίκος του εκάστοτε Δεσπότη.