“Πολύ απότομα άνοιξε το σχολείο” μου λές…
Πώς να αφήσεις τα παιχνίδια, τα μπάνια, το καθισιό, τις καλοκαιρινές παρέες και να γυρίσεις πίσω σε μια αίθουσα με έναν μεγάλο μαυροπίνακα απέναντί σου, να περιμένει να τον γεμίσεις σχήματα και γράμματα και αριθμούς. Και όσο πιο μικρός είσαι εσύ, τόσο πιο μεγάλος είναι εκείνος (ο πίνακας) και δεσπόζει πάνω από το κεφάλι σου και τα κεφάλια των φίλων σου που κάθονται μπροστά σου. Εκτός αν είσαι καινούργιος στο κόλπο. Αν είσαι “πρωτάκι”. Τότε όλα, σου φαίνονται σχεδόν μαγικά. Η φαντασία σου (και έχεις ακόμα μπόλικη φαντασία) τα παίρνει όλα και τα αλλάζει, τα μεταμορφώνει σε υπέροχες εικόνες που είναι μόνο δικές σου. Γιατί η φαντασία είναι κάτι πολύ προσωπικό.
Φέτος όμως είχες βοήθεια στην προσαρμογή σου για τη νέα σχολική χρονιά: Τον ουρανό, που από το πρωΐ αποφάσισε να γίνει γκρίζος, να γεμίσει σύννεφα και να σου θυμίσει ότι ο χειμώνας, όσο μακριά κι αν σου φαίνεται τώρα, πλησιάζει με γρήγορο βήμα. Έτσι λοιπόν, κάθισες στη γραμμή που σε έβαλαν οι δασκάλες σου, με την συννεφιά από πάνω και με το αδιάβροχό σου στο χέρι, (αυτό που σου είχε δώσει η μαμά από το σπίτι), ή αν είσαι πρωτάκι (τυχερούληδες εσείς τα πρωτάκια) είχες την ίδια τη μαμά εκεί να το κρατάει για εσένα.
Όπως και να ‘χει, η πρώτη μέρα σου στο σχολείο ήταν μάλλον σύντομη: Μετά τον αγιασμό (που μεταξύ μας έχει αρκετή πλάκα με τα νερά που σας κατάβρεχαν οι παππούληδες), σας μίλησαν για την καλή πρόοδο που θα έχετε όλοι σας, πιο εκεί χαμογελούσαν οι μαμάδες, μπαμπάδες και οι δάσκαλοι και σας άφησαν να φύγετε. Το ίδιο θα είναι και τη Δευτέρα που θα σας μιλήσουν –λέει- για την νέα γρίπη (τελικά είναι πολύ φοβητσιάρηδες αυτοί οι μεγάλοι), θα σας δώσουν –λέει- και τα καινούργια βιβλία σας, αλλά μετά θα γυρίσετε ξανά πίσω στο σπίτι και στο παιχνίδι.
Τελικά, ίσως προλαβαίνεις ακόμα να αποχαιρετίσεις παίζοντας το καλοκαιράκι σου…